Η ανοσμία είναι η εξασθενημένη ικανότητα όσφρησης η οποία μπορεί να είναι μερική, πλήρης ή να αφορά συγκεκριμένες μυρωδιές και όχι όλες. Επίσης, μπορεί να είναι προσωρινή να βελτιωθεί σταδιακά ή να καταστεί μόνιμη. Η πιό συχνή αιτία ανοσμίας είναι το κοινό κρυολόγημα ή οξείες ή χρόνιες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού όπως η ιγμορίτιδα, η αλλεργική ρινίτιδα, η λοίμωξη από COVID-19 και άλλα αίτια που προκαλούν απόφραξη στη μύτη όπως οι ρινικοί πολύποδες ή το στραβό διάφραγμα.
Πάντως έχει παρατηρηθεί ότι με το πέρασμα του χρόνου, οι νευρικές οδοί που μεταδίδουν την οσφρητική πληροφορία τη μυρωδιά δηλ. προς τον εγκέφαλο για να αναγνωριστεί και να ερμηνευτεί ως συγκεκριμένη οσμή, υφίσταται εκφύλιση και προοδευτικά ατροφία. Η κατάσταση μπορεί επιπλέον να επιδεινωθεί από κάποια φαρμακευτική αγωγή ή παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η νόσος Alzheimer, Πάρκινσον, πολλαπλή σκλήρυνση, διάφορες ψυχώσεις, εγκεφαλικές βλάβες από κακώσεις, ανεύρυσμα, ακτινοθεραπεία κτλ.
Η αντιμετώπιση της ανοσμίας απαιτεί, ανεύρεση της αιτιολογίας της. Αρχικά θα πρέπει να ελεγχθεί η ρινική κοιλότητα και εάν η εξέταση αποκαλύψει ότι υπάρχει σκολίωση στο ρινικό διάφραγμα, ρινοπολύποδες, χρόνια ιγμορίτιδα κτλ. θα πρέπει να αντιμετωπιστούν συντηρητικά ή χειρουργικά. Ο έλεγχος της ρινός γίνεται ενδοσκοπικά και απεικονιστικά. Απεικονιστικά επίσης, ελέγχεται και το ΚΝΣ με CT ή MRI. Επιπλέον, εξετάζεται η γενικότερη κατάσταση της υγείας του ατόμου, το ιστορικό συστηματικών παθήσεων που μπορεί να επηρεάσουν την όσφρηση όπως ο σακχ. διαβήτης, σοβαρές ψυχιατρικές παθήσεις, κακώσεις της κεφαλής κτλ.
Οι διαταραχές στην όσφρηση είναι πολύ συχνές και συνήθως, η αίσθηση βελτιώνεται ή επανέρχεται κανονικά -ανάλογα την αιτία- μετά από διάστημα κάποιων μηνών. Πολλές φορές δεν μπορούμε με σιγουριά να εστιάσουμε σε κάποια συγκεκριμένη αιτία και δυστυχώς υπάρχει και περίπτωση, η αίσθηση να μην επανέλθει ποτέ.
Σε κάθε περίπτωση η μείωση της όσφρησης- λόγω του ότι μπορεί και να είναι η πρώτη ένδειξη από κάποια πιο σοβαρή πάθηση- δεν θα πρέπει να αγνοείται.